- πηρόχειρ
- ο, η, Ναυτός που πάσχει από πηροχειρία, κουλός.[ΕΤΥΜΟΛ. < πηρός «ανάπηρος» + χειρ, χειρός «χέρι» (πρβλ. αυτό-χειρ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πηροχειρία — η Ν [πηρόχειρ] συγγενής δυσμορφία τών χεριών, κατά την οποία αυτά είναι υπερβολικά κοντά και μικρά … Dictionary of Greek
χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ … Dictionary of Greek